- πίκραν
- πίκρᾱν , πίκραantidotefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικράν — πικρά̱ν , πικρός pointed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMARUM — in coloribus, idem quod austerum, plenum, saturum, etc. Sic πικρὸν Graecis in tinctura vel colore, quod valde coloratum est. Epiphanius de Smaragdo, Καὶ ὁ μὲν Νερωνιανὸς πικρός ἐςτι τῶ εἴδει σφόδρα χλωρίζων, Et Neronianus quidem amarus, aspectu,… … Hofmann J. Lexicon universale
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
INFORTUNIUM (per) suum — per INFORTUNIUM suum iurandi Veterum mos sollennis, indigitatur Stat. Theb. l. 6. v. 171. ubi Ino Palaemonis defuncti genitrix, per ego haec (inquit) primordia belli Cui peperi: sic aequa gemant mihi funera matres Ogygiae Ovid. item, Met. l. 7.… … Hofmann J. Lexicon universale
κλήρωση — η (AM κλήρωσις) [κληρώ] η εκλογή προσώπου ή η διανομή κτημάτων με κλήρο (α. «η περιουσία θα μοιραστεί με κλήρωση» ; β. «έγινε η κλήρωση τών ενόρκων» γ. «ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν», Ισοκρ.) νεοελλ. 1. η εξαγωγή λαχνών από… … Dictionary of Greek